- τονωτικά
- τονωτικόςbracingneut nom/voc/acc plτονωτικά̱ , τονωτικόςbracingfem nom/voc/acc dualτονωτικά̱ , τονωτικόςbracingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τονωτικάς — τονωτικά̱ς , τονωτικός bracing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
ομφαλέα — (omphalea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών, με περίπου 12 είδη. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές της Αφρικής και είτε είναι θάμνοι είτε έρπουν ή αναρριχώνται. Έχουν γαλακτώδη χυμό και φύλλα επαλλάσσοντα, ακέραια. Τα άνθη τους … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
σίλφιο — το / σίλφιον, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστεριώδη, με 12 είδη, πολλά από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν ως τονωτικά και… … Dictionary of Greek
τονωτικός — ή, ό / τονωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τονῶ / ώνω] αυτός που επιφέρει τόνωση, δυναμωτικός νεοελλ. 1. συνεκδ. διεγερτικός, αναζωογονητικός 2. (για φάρμακο) αυτός που αυξάνει ή ενισχύει τη δραστηριότητα τών οργάνων 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
ταννίνες — Οργανικές δεψικές ύλες, πολύ διαδεδομένες στο φυτικό βασίλειο. Οι ύλες αυτές είναι μικρής όξινης αντίδρασης, έχουν δε το κοινό γνώρισμα όταν ενωθούν με άλατα που προέρχονται από το οξείδιο του σιδήρου, να παρέχουν σκοτεινές γαλαζόμαυρες ή… … Dictionary of Greek